εφημεριδογραφικός

εφημεριδογραφικός
η , ό журналистский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εφημεριδογραφικός" в других словарях:

  • εφημεριδογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφημεριδογραφία, ο δημοσιογραφικός. επίρρ... εφημεριδογραφικώς και ά με δημοσιογραφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημεριδογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπυρ. Ιω. Βαλέτα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»